διοιχνέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοιχνέω''': [[διέρχομαι]], διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.
|lstext='''διοιχνέω''': [[διέρχομαι]], διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />traverser, parcourir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἰχνέω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιχνέω Medium diacritics: διοιχνέω Low diacritics: διοιχνέω Capitals: ΔΙΟΙΧΝΕΩ
Transliteration A: dioichnéō Transliteration B: dioichneō Transliteration C: dioichneo Beta Code: dioixne/w

English (LSJ)

   A go through, ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315 (anap.), cf. Lyc.10.    II abs., wander about, ἐν πέτρῃσιν h.Hom.19.10.

Greek (Liddell-Scott)

διοιχνέω: διέρχομαι, διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traverser, parcourir, acc..
Étymologie: διά, οἰχνέω.