πολύρρυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6_17)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύρρῡμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ῥυμούς, Ἀρρ. Τακτ. 3, σ. 10.
|lstext='''πολύρρῡμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ῥυμούς, Ἀρρ. Τακτ. 3, σ. 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[άμαξα]]) αυτός που έχει πολλούς ρυμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρρῡμος Medium diacritics: πολύρρυμος Low diacritics: πολύρρυμος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: polýrrymos Transliteration B: polyrrymos Transliteration C: polyrrymos Beta Code: polu/rrumos

English (LSJ)

ον,

   A with many chariot-poles, ἅρματα Arr.Tact.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ῥυμούς, Ἀρρ. Τακτ. 3, σ. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άμαξα) αυτός που έχει πολλούς ρυμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυμός «τιμόνι»].