μιξοφυής: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_7) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξοφυής''': -ές, μικτῆς φύσεως, περὶ τῆς Σφιγγός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 813. | |lstext='''μιξοφυής''': -ές, μικτῆς φύσεως, περὶ τῆς Σφιγγός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 813. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιξοφυής]], -ές (Α)<br />(για τη [[Σφίγγα]]) αυτός που έχει μικτή [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπτο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of mixed nature, Sch.E.Ph.813.
German (Pape)
[Seite 189] ές, von gemischter Natur, Schol. Eur. Phoen. 813.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοφυής: -ές, μικτῆς φύσεως, περὶ τῆς Σφιγγός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 813.
Greek Monolingual
μιξοφυής, -ές (Α)
(για τη Σφίγγα) αυτός που έχει μικτή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + -φυής(< φύω / φύομαι), πρβλ. λεπτο-φυής].