ἀφάρμακτος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφάρμακτος''': -ον, = τῷ προηγ., ἰδίως μὴ δηλτηριασθείς, Νικ. Θ. 115· [[κύλιξ]] ἀφ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2· ἀφαρμάκτοις.. βέλεσι Στράβων 499 ([[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διορθοῖ φαρμακτοῖς).
|lstext='''ἀφάρμακτος''': -ον, = τῷ προηγ., ἰδίως μὴ δηλτηριασθείς, Νικ. Θ. 115· [[κύλιξ]] ἀφ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2· ἀφαρμάκτοις.. βέλεσι Στράβων 499 ([[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διορθοῖ φαρμακτοῖς).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non empoisonné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φαρμάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφάρμακτος Medium diacritics: ἀφάρμακτος Low diacritics: αφάρμακτος Capitals: ΑΦΑΡΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aphármaktos Transliteration B: apharmaktos Transliteration C: afarmaktos Beta Code: a)fa/rmaktos

English (LSJ)

ον,

   A unanointed, Nic. Th.115; unpoisoned, κύλιξ ἀ. Luc.DMort.7.2.

German (Pape)

[Seite 407] nicht vergiftet, κύλιξ Luc. Mort. D. 7, 2; Nic. Ther. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάρμακτος: -ον, = τῷ προηγ., ἰδίως μὴ δηλτηριασθείς, Νικ. Θ. 115· κύλιξ ἀφ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2· ἀφαρμάκτοις.. βέλεσι Στράβων 499 (ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ φαρμακτοῖς).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non empoisonné.
Étymologie: ἀ, φαρμάσσω.