τάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάραγμα''': [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.
|lstext='''τάραγμα''': [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάραγμα Medium diacritics: τάραγμα Low diacritics: τάραγμα Capitals: ΤΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: táragma Transliteration B: taragma Transliteration C: taragma Beta Code: ta/ragma

English (LSJ)

[τᾰ], ατος, τό,

   A disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.

Greek (Liddell-Scott)

τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.