πολύφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ [[συνετός]], πολὺ [[φρόνιμος]], Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, [[εὑρετικός]], ὡς τὸ [[πολύμητις]], Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297.
|lstext='''πολύφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ [[συνετός]], πολὺ [[φρόνιμος]], Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, [[εὑρετικός]], ὡς τὸ [[πολύμητις]], Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> très prudent;<br /><b>2</b> très ingénieux, industrieux, inventif.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφρων Medium diacritics: πολύφρων Low diacritics: πολύφρων Capitals: ΠΟΛΥΦΡΩΝ
Transliteration A: polýphrōn Transliteration B: polyphrōn Transliteration C: polyfron Beta Code: polu/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A ingenious, inventive, Il.18.108, al.; epith. of Odysseus, Od.14.424; of Hephaestus, Il.21.367, Od.8.297; ἄλοχος Q.S.1.727: Sup. -έστατος Euryph. ap. Stob.4.39.27.    2 embodying much thought, ἀτρέκεια Orac. ap. Dam.Pr.161.

German (Pape)

[Seite 676] ον, sehr verständig, klug, stets in gutem Sinne; Il. 18, 108; so heißt Hephästus, 21, 367 u. öfter, wie Odysseus, Od. 14, 424. 20, 239. – Auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ πολὺ συνετός, πολὺ φρόνιμος, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδυσῆα πολύφρονα Ἰλ. Σ. 108, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, εὐφυής, ἐπινοῶν, εὑρετικός, ὡς τὸ πολύμητις, Ἰλ. Φ. 367, Ὀδ. Θ. 297.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent;
2 très ingénieux, industrieux, inventif.
Étymologie: πολύς, φρήν.