μαιεία: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_11)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαιεία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.
|lstext='''μαιεία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαιεία]], ἡ (Α) [[μαιεύομαι]]<br />το [[έργο]] της μαίας, η [[μαίευση]], το [[ξεγέννημα]].
}}
}}

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιεία Medium diacritics: μαιεία Low diacritics: μαιεία Capitals: ΜΑΙΕΙΑ
Transliteration A: maieía Transliteration B: maieia Transliteration C: maieia Beta Code: maiei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.

Greek (Liddell-Scott)

μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.

Greek Monolingual

μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.