Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαραγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰραγγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς φάραγγα ἢ [[πλήρης]] φαράγγων, τόποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28. 1, πρβλ. Διόδ. 1. 32. ΙΙ. ὁ φιλῶν τοιαύτας τοποθεσίας, ἔνυδρον δὲ καὶ φαραγγῶδες (ἡ [[ὄστρυς]]) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.
|lstext='''φᾰραγγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς φάραγγα ἢ [[πλήρης]] φαράγγων, τόποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28. 1, πρβλ. Διόδ. 1. 32. ΙΙ. ὁ φιλῶν τοιαύτας τοποθεσίας, ἔνυδρον δὲ καὶ φαραγγῶδες (ἡ [[ὄστρυς]]) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />creusé de ravins <i>ou</i> de vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' [[φάραγξ]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰραγγώδης Medium diacritics: φαραγγώδης Low diacritics: φαραγγώδης Capitals: ΦΑΡΑΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pharangṓdēs Transliteration B: pharangōdēs Transliteration C: faraggodis Beta Code: faraggw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A full of chasms or ravines, τόποι Arist.HA578a27, cf. D.S.1.32, J.AJ5.2.11, Corn.ND27.    II found in ravines, of the plant ὄστρυς, Thphr.HP3.10.3.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, einer φάραγξ ähnlich, wie eine Schlucht, mit Schluchten, Thälern versehen, Arist. H. A. 6, 28.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰραγγώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς φάραγγα ἢ πλήρης φαράγγων, τόποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28. 1, πρβλ. Διόδ. 1. 32. ΙΙ. ὁ φιλῶν τοιαύτας τοποθεσίας, ἔνυδρον δὲ καὶ φαραγγῶδες (ἡ ὄστρυς) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
creusé de ravins ou de vallées profondes.
Étymologie: φάραγξ, -ωδης.