τόργος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_14)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόργος''': ὁ, γύψ. Καλλ. Ἀποσπ. 204, Λυκόφρ. 357, 1080. ΙΙ. [[τόργος]] [[ὑγρόφοιτος]], δηλ. [[κύκνος]], ὁ αὐτ. 88.
|lstext='''τόργος''': ὁ, γύψ. Καλλ. Ἀποσπ. 204, Λυκόφρ. 357, 1080. ΙΙ. [[τόργος]] [[ὑγρόφοιτος]], δηλ. [[κύκνος]], ὁ αὐτ. 88.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[γύπας]], όρνιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τόργος]] [[ὑγρόφοιτος]]» — ο [[κύκνος]] (<b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «[[πελαργός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>storkr</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>stork</i>, αγγλ. <i>stork</i>, γερμ. <i>Storch</i>). Κατά τον <b>Ησύχ.</b>, η λ. [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[τοπωνύμιο]] <i>Τόργιον</i><br />[[ὄρος]] ἐν Σικελίᾳ</i>, [[ὅπου]] νεοττεύουσιν οἱ γῦπες</i>, [[είναι]], όμως, πιθανότερο ότι το [[τοπωνύμιο]] αυτό προήλθε από τον τ. [[τόργος]]. Έχει προταθεί, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] με έναν κοπτικό τ. <i>t</i>(<i>o</i>)<i>re</i> «το [[πτηνό]] [[ικτίνος]]», [[καθώς]] και με το όν. [[Γοργώ]] του μυθικού τέρατος, μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>γόργος</i>. Ωστόσο, καμία από τις απόψεις αυτές δεν θεωρείται ικανοποιητική].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόργος Medium diacritics: τόργος Low diacritics: τόργος Capitals: ΤΟΡΓΟΣ
Transliteration A: tórgos Transliteration B: torgos Transliteration C: torgos Beta Code: to/rgos

English (LSJ)

ὁ,

   A vulture, Call.Fr.204, Lyc.357, 1080, prob. cj. in Muson. Fr.18Ap.98H.    II τ. ὑγρόφοιτος, i.e. swan, Lyc.88.

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, der Geier; VLL. aus Callim. fr. 204; Lycophr. 357, der auch den Schwan τόργος ὑγρόφοιτος nennt, 88.

Greek (Liddell-Scott)

τόργος: ὁ, γύψ. Καλλ. Ἀποσπ. 204, Λυκόφρ. 357, 1080. ΙΙ. τόργος ὑγρόφοιτος, δηλ. κύκνος, ὁ αὐτ. 88.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. γύπας, όρνιο
2. φρ. «τόργος ὑγρόφοιτος» — ο κύκνος (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «πελαργός» (πρβλ. αρχ. νορβ. storkr, αρχ. άνω γερμ. stork, αγγλ. stork, γερμ. Storch). Κατά τον Ησύχ., η λ. πρέπει να συνδεθεί με το τοπωνύμιο Τόργιον
ὄρος ἐν Σικελίᾳ, ὅπου νεοττεύουσιν οἱ γῦπες, είναι, όμως, πιθανότερο ότι το τοπωνύμιο αυτό προήλθε από τον τ. τόργος. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση με έναν κοπτικό τ. t(o)re «το πτηνό ικτίνος», καθώς και με το όν. Γοργώ του μυθικού τέρατος, μέσω ενός αμάρτυρου τ. γόργος. Ωστόσο, καμία από τις απόψεις αυτές δεν θεωρείται ικανοποιητική].