μειωτός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος, | |lstext='''μειωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος, | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μειωτός]], -ή, -όν (Α) [[μειώ]]<br />αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται [[μείωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of diminution, Herm. ap. Stob.1.10.15.
German (Pape)
[Seite 117] verkleinernd, zu verkleinern, der Verkleinerung fähig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μειωτός: -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,
Greek Monolingual
μειωτός, -ή, -όν (Α) μειώ
αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται μείωση.