λεπτόθριος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(6_15)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτόθριος''': -ον, ([[θρῖον]]) ἔχων λεπτὰ φύλλα [[λεπτόφυλλος]], Νικ. Θηρ. 876. [Κυρίως ῑ, ἀλλὰ ῐ, ἔνθ’ ἀνωτ., [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. [[θρῖον]]].
|lstext='''λεπτόθριος''': -ον, ([[θρῖον]]) ἔχων λεπτὰ φύλλα [[λεπτόφυλλος]], Νικ. Θηρ. 876. [Κυρίως ῑ, ἀλλὰ ῐ, ἔνθ’ ἀνωτ., [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. [[θρῖον]]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπτόθριος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λεπτά φύλλα, [[λεπτόφυλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρῖον]] «[[φύλλο]] συκιάς»)].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόθριος Medium diacritics: λεπτόθριος Low diacritics: λεπτόθριος Capitals: ΛΕΠΤΟΘΡΙΟΣ
Transliteration A: leptóthrios Transliteration B: leptothrios Transliteration C: leptothrios Beta Code: lepto/qrios

English (LSJ)

ον, (θρῖον)

   A with thin, fine leaves, κόνυζα Nic.Th.875. [Prop. ῑ, but ῐ l.c., metri gr.; cf. θρῖον.]

German (Pape)

[Seite 30] fein-, dünnblättrig, κόνιζα, Nic. Th. 875.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόθριος: -ον, (θρῖον) ἔχων λεπτὰ φύλλα λεπτόφυλλος, Νικ. Θηρ. 876. [Κυρίως ῑ, ἀλλὰ ῐ, ἔνθ’ ἀνωτ., χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. θρῖον].

Greek Monolingual

λεπτόθριος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτά φύλλα, λεπτόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -θριος (< θρῖον «φύλλο συκιάς»)].