λεπτόθριος

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόθριος Medium diacritics: λεπτόθριος Low diacritics: λεπτόθριος Capitals: ΛΕΠΤΟΘΡΙΟΣ
Transliteration A: leptóthrios Transliteration B: leptothrios Transliteration C: leptothrios Beta Code: lepto/qrios

English (LSJ)

λεπτόθριον, (θρῖον) with thin, fine leaves, κόνυζα Nic.Th.875. [Prop. ῑ, but ῐ l.c., metri gr.; cf. θρῖον.]

German (Pape)

[Seite 30] fein-, dünnblättrig, κόνιζα, Nic. Th. 875.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόθριος: -ον, (θρῖον) ἔχων λεπτὰ φύλλα λεπτόφυλλος, Νικ. Θηρ. 876. [Κυρίως ῑ, ἀλλὰ ῐ, ἔνθ’ ἀνωτ., χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. θρῖον].

Greek Monolingual

λεπτόθριος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτά φύλλα, λεπτόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -θριος (< θρῖον «φύλλο συκιάς»)].