ὁμήρης: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμήρης''': -ες, Ἰων. ἀντὶ [[ὁμαρής]], ὅμηρος, [[μετὰ]] δοτ., Νικ. Ἀλεξιφ. 70. 261. | |lstext='''ὁμήρης''': -ες, Ἰων. ἀντὶ [[ὁμαρής]], ὅμηρος, [[μετὰ]] δοτ., Νικ. Ἀλεξιφ. 70. 261. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμήρης]], -ες (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> αυτός που συνυπάρχει με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συναρμόζω]]»). Βλ. και λ. <i>όμηρος</i> (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,=ὅμηρος, c. dat., Nic.Al.70 ; also as
A v.l. for ὁμαρτῇ ib. 261. (Cf. ὁμαρές.)
German (Pape)
[Seite 330] ες, = ὁμαρής, Nic. Al. 70. 261.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήρης: -ες, Ἰων. ἀντὶ ὁμαρής, ὅμηρος, μετὰ δοτ., Νικ. Ἀλεξιφ. 70. 261.
Greek Monolingual
ὁμήρης, -ες (Α)
ιων. τ. αυτός που συνυπάρχει με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήρης (< ἀραρίσκω «συναρμόζω»). Βλ. και λ. όμηρος (Ι)].