φρενοβλαβία: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρενοβλᾰβία''': ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[φρενοβλάβεια]], Μανέθ. 6. 599. | |lstext='''φρενοβλᾰβία''': ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[φρενοβλάβεια]], Μανέθ. 6. 599. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α<br /><b>βλ.</b> [[φρενοβλάβεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, poet. φρενοβλαβίη, for φρενοβλάβεια, Man.6.599.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, poet. statt φρενοβλάβεια, Maneth. 6, 599.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοβλᾰβία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ φρενοβλάβεια, Μανέθ. 6. 599.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α
βλ. φρενοβλάβεια.