νικουργός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_17) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νικουργός''': -όν, ὁ ἐργαζόμενος νίκην, [[νικητής]], Ν. Χων. ἐν Σά. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119. | |lstext='''νικουργός''': -όν, ὁ ἐργαζόμενος νίκην, [[νικητής]], Ν. Χων. ἐν Σά. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νικουργός]], -όν (Μ)<br />ο [[εργάτης]], ο [[δημιουργός]] της νίκης, ο [[νικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |