Ἑλληνίς: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἑλληνίς''': Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ [[Ἑλλήνιος]], Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
|lstext='''Ἑλληνίς''': Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ [[Ἑλλήνιος]], Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />hellénique, grecque (terre, île, ville, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[Ἕλλην]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑλληνίς Medium diacritics: Ἑλληνίς Low diacritics: Ελληνίς Capitals: ΕΛΛΗΝΙΣ
Transliteration A: Hellēnís Transliteration B: Hellēnis Transliteration C: Ellinis Beta Code: *(ellhni/s

English (LSJ)

Dor. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ,= fem. of Ἑλλήνιος, Pi.P.11.50;

   A ἀρεταὶ ἀέθλων Id.Pae.4.23, cf. Cratin.293, Lys.30.18, Th. 1.35, D.18.304, etc.; Ἑ. διάλεκτος, γλῶττα, Phld.D.3.14.    II Ἑλληνίς (sc. γυνή), ἡ, Grecian woman, E.El.1076, Men.79.    2 pagan woman, Jul.Ep.112.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλληνίς: Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ Ἑλλήνιος, Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
hellénique, grecque (terre, île, ville, etc.).
Étymologie: Ἕλλην.