στεφανωματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεφᾰνωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς [[στεφάνωμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.
|lstext='''στεφᾰνωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς [[στεφάνωμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στεφάνωμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε [[στέφανο]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] στεφάνων.
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνωμᾰτικός Medium diacritics: στεφανωματικός Low diacritics: στεφανωματικός Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stephanōmatikós Transliteration B: stephanōmatikos Transliteration C: stefanomatikos Beta Code: stefanwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A used for making garlands, Thphr.HP1.12.4, 6.6.1, al.; λυχνὶς σ. Dsc.3.100; ἕρπυλλος ib.38.

German (Pape)

[Seite 940] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς στεφάνωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στεφάνωμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στέφανο
2. ο κατάλληλος για την κατασκευή στεφάνων.