δογματικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δογματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς γνώμας, [[διδακτικός]], διάλογοι Κοϊντιλ. 2. 15, 26. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δ. ἰατροί, θεωρητικοί, ἀκολουθοῦντες γενικὰς ἀρχάς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐμπειρικοί, Γαλην.
|lstext='''δογματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς γνώμας, [[διδακτικός]], διάλογοι Κοϊντιλ. 2. 15, 26. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δ. ἰατροί, θεωρητικοί, ἀκολουθοῦντες γενικὰς ἀρχάς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐμπειρικοί, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dogmatique, <i>càd</i> qui se fonde sur des principes.<br />'''Étymologie:''' [[δόγμα]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δογμᾰτικός Medium diacritics: δογματικός Low diacritics: δογματικός Capitals: ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dogmatikós Transliteration B: dogmatikos Transliteration C: dogmatikos Beta Code: dogmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for doctrines, didactic, [διάλογοι] Quint.Inst.2.15.26.    II of persons, δ. ἰατροί physicians who go by general principles, opp. ἐμπειρικοί and μεθοδικοί, Dsc.Ther.Praef., Gal.1.65; in Philosophy, S.E.M.7.1, D.L.9.70, etc.; δ. ὑπολήψεις Id.9.83; δ. φιλοσοφία S.E. P.1.4. Adv. -κῶς D.L.9.74, S.E.P.1.197: Comp. -κώτερον Id.M. 6.4.

German (Pape)

[Seite 651] der Lehrsätze aufstellt und daraus etwas herleitet, damit lehrt, im Ggstz des ἐμπειρικός; auch was in strenger Form eines Lehrsatzes aufgestellt wird, Sext. Emp, Gal. u. Sp. Auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

δογματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς γνώμας, διδακτικός, διάλογοι Κοϊντιλ. 2. 15, 26. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δ. ἰατροί, θεωρητικοί, ἀκολουθοῦντες γενικὰς ἀρχάς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐμπειρικοί, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dogmatique, càd qui se fonde sur des principes.
Étymologie: δόγμα.