ὑλομανής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλομᾰνής''': -ές, ([[μαίνομαι]]) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. [[φυλλομανέω]]. | |lstext='''ὑλομᾰνής''': -ές, ([[μαίνομαι]]) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. [[φυλλομανέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-<i>μανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (μαίνομαι)
A mad after the woods, Hsch. (-μανείς cod.).
German (Pape)
[Seite 1177] ές, 1) in Wälder verliebt, gew. in Wäldern lebend. – 2) von Bäumen oder vom Weinstock, zu sehr ins Holz treibend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλομᾰνής: -ές, (μαίνομαι) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. φυλλομανέω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση
2. (για φυτό) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. οἰνο-μανής].