σχίσμα: Difference between revisions
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχίσμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[οἷον]] τῶν χηλῶν τῶν διχαλῶν ζῴων, π.χ. τῆς καμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26· ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1· ἐπὶ ἱματίου, «οὐδεὶς ἐπιβάλλει [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ [[πλήρωμα]] [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ [[χεῖρον]] [[σχίσμα]] γίνεται» Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. ΙΙ. [[διαίρεσις]] γνωμῶν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16· ― [[σχίσμα]] ἐκκλησιαστόν, [[διαίρεσις]] ἐν τῇ Ἐκκλησία, Κυπριαν. Ἐπιστ. 69, 5, Εὐσέβ. ΙΙ, 1513Α, Ἀθαν. Ι, 269, Βασίλ. IV, 665, Ἐπιφάν. ΙΙ, 184C. | |lstext='''σχίσμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[οἷον]] τῶν χηλῶν τῶν διχαλῶν ζῴων, π.χ. τῆς καμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26· ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1· ἐπὶ ἱματίου, «οὐδεὶς ἐπιβάλλει [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ [[πλήρωμα]] [[αὐτοῦ]] ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ [[χεῖρον]] [[σχίσμα]] γίνεται» Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. ΙΙ. [[διαίρεσις]] γνωμῶν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16· ― [[σχίσμα]] ἐκκλησιαστόν, [[διαίρεσις]] ἐν τῇ Ἐκκλησία, Κυπριαν. Ἐπιστ. 69, 5, Εὐσέβ. ΙΙ, 1513Α, Ἀθαν. Ι, 269, Βασίλ. IV, 665, Ἐπιφάν. ΙΙ, 184C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />fente, séparation ; <i>fig.</i> scission, dissentiment ; <i>postér.</i> schisme.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A cleft, division, as of hoofs, Arist.HA499a27 (pl.); of leaves, Thphr HP3.11.1; rent in a garment, Ev.Matt.9.16. II division of opinion, Ev Jo.9.16. III the vulva, Ruf.Onom.110. IV name of an ὀρχηστικὸν σχῆμα, Hsch. V ploughing, PLond.5.1796.7 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1056] τό, das Gespaltene, der Spalt, z. B. des Hufes, Arist. H. A. 2, 1; übertr., Zwiespalt, lineinigkeit, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σχίσμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οἷον τῶν χηλῶν τῶν διχαλῶν ζῴων, π.χ. τῆς καμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26· ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1· ἐπὶ ἱματίου, «οὐδεὶς ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται» Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. ΙΙ. διαίρεσις γνωμῶν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16· ― σχίσμα ἐκκλησιαστόν, διαίρεσις ἐν τῇ Ἐκκλησία, Κυπριαν. Ἐπιστ. 69, 5, Εὐσέβ. ΙΙ, 1513Α, Ἀθαν. Ι, 269, Βασίλ. IV, 665, Ἐπιφάν. ΙΙ, 184C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fente, séparation ; fig. scission, dissentiment ; postér. schisme.
Étymologie: σχίζω.