μελάμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(6_5)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμβροτος''': γῆ, γῆ τῶν Αἰθιόπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 230. 3˙ γείτονες μελάμβροτοι, γείτονες μαῦροι τὸ [[χρῶμα]], Στράβ. 1, 33, περὶ τὸ [[τέλος]].
|lstext='''μελάμβροτος''': γῆ, γῆ τῶν Αἰθιόπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 230. 3˙ γείτονες μελάμβροτοι, γείτονες μαῦροι τὸ [[χρῶμα]], Στράβ. 1, 33, περὶ τὸ [[τέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάμβροτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[χώρα]] τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μαύρο [[χρώμα]], [[μαυρειδερός]], [[μελαψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>ημί</i>-<i>βροτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβροτος Medium diacritics: μελάμβροτος Low diacritics: μελάμβροτος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: melámbrotos Transliteration B: melambrotos Transliteration C: melamvrotos Beta Code: mela/mbrotos

English (LSJ)

γῆ land

   A of negroes, E.Fr.228.3; γείτονες μ. negroes, ib.771.4.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰθιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβροτος: γῆ, γῆ τῶν Αἰθιόπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 230. 3˙ γείτονες μελάμβροτοι, γείτονες μαῦροι τὸ χρῶμα, Στράβ. 1, 33, περὶ τὸ τέλος.

Greek Monolingual

μελάμβροτος, -ον (Α)
1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βροτός (πρβλ. αλεξί-μβροτος, ημί-βροτος)].