ἀνάσχεσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάσχεσις''': -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, [[ἀνοχή]], [[καρτέρησις]], τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. [[ἀνατολή]], [[ἀνοχή]]. | |lstext='''ἀνάσχεσις''': -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, [[ἀνοχή]], [[καρτέρησις]], τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. [[ἀνατολή]], [[ἀνοχή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lever du soleil;<br /><b>2</b> suspension <i>ou</i> cessation (d’un fléau).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀνέχομαι)
A holding up, lifting up, προβοσκίδος, of an elephant, Plu.2.972b. 2 holding in suspense, τῶν δεινῶν Id.Num.13. 3 ἀ. ἡλίου rising of the sun, Arist.Mu.393b2(pl.).
German (Pape)
[Seite 210] ἡ, 1) das sich Erheben, ἡλίου, Sonnenaufgang, Arist. mund. 3, 10. – 2) das Ertragen, Dulden, Plut. Num. 13 τῶν δεινῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσχεσις: -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, ἀνοχή, καρτέρησις, τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. ἀνατολή, ἀνοχή.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 lever du soleil;
2 suspension ou cessation (d’un fléau).
Étymologie: ἀνέχω.