παράστρεμμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid
(6_21) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράστρεμμα''': τό, [[διαστροφή]], Ἱππ. Προρρ. 111. | |lstext='''παράστρεμμα''': τό, [[διαστροφή]], Ἱππ. Προρρ. 111. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[παραστρέφω]]<br />(σχετικά με [[παράλυση]] του προσώπου) [[διαστροφή]], «[[στράβωμα]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A distortion, of facial paralysis, Hp.Prorrh. 2.38 (pl.).
German (Pape)
[Seite 500] τό, verdrehter Theil, verrenktes Glied, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράστρεμμα: τό, διαστροφή, Ἱππ. Προρρ. 111.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραστρέφω
(σχετικά με παράλυση του προσώπου) διαστροφή, «στράβωμα».