ἀμφίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίθῠρος''': -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «[[οἰκία]] ἔχουσα [[ἀμφοτέρωθεν]] θύρας», Ἡσύχ.· [[οἶκος]] Σοφ. Φ. 159· [[οἰκία]] Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, [[πρόδομος]], Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. [[παραπέτασμα]] πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ [[παραπέτασμα]] κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.
|lstext='''ἀμφίθῠρος''': -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «[[οἰκία]] ἔχουσα [[ἀμφοτέρωθεν]] θύρας», Ἡσύχ.· [[οἶκος]] Σοφ. Φ. 159· [[οἰκία]] Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, [[πρόδομος]], Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. [[παραπέτασμα]] πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ [[παραπέτασμα]] κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une porte <i>ou</i> une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θύρα]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθῠρος Medium diacritics: ἀμφίθυρος Low diacritics: αμφίθυρος Capitals: ΑΜΦΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: amphíthyros Transliteration B: amphithyros Transliteration C: amfithyros Beta Code: a)mfi/quros

English (LSJ)

ον,

   A with a door on both sides, with double entrance, οἶκος S.Ph.159; οἰκία Lys.12.15; Boeot. ἀμφιθίουρος, ὁ, as Subst., IG7.2876 (Coronea).    II Subst. ἀμφίθυρον, τό, hall, Theoc.14.42.

German (Pape)

[Seite 139] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθῠρος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας», Ἡσύχ.· οἶκος Σοφ. Φ. 159· οἰκία Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, πρόδομος, Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. παραπέτασμα πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ παραπέτασμα κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une porte ou une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, θύρα.