ἀνάδεσις: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάδεσις''': -εως, ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, [[κόμης]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 33. | |lstext='''ἀνάδεσις''': -εως, ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, [[κόμης]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’attacher sur;<br /><b>2</b> action d’attacher en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A binding on, στεφάνων Plu.Sert.22. 2 binding up, or decking, κόμης Luc.JTr.33.
German (Pape)
[Seite 186] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδεσις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, κόμης Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’attacher sur;
2 action d’attacher en haut.
Étymologie: ἀναδέω.