ἀνώχυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνώχυρος''': -ον, δοκιμώτερος [[τύπος]] τοῦ [[ἀνόχυρος]] (Λοβ. Φρύν. 712), ὁ μὴ ὠχυρωμένος, Ξεν. Ἀγησ. 6. 6. ΙΙ. [[ἀνοικτός]], [[χώρα]] ὕποπτ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 295.
|lstext='''ἀνώχυρος''': -ον, δοκιμώτερος [[τύπος]] τοῦ [[ἀνόχυρος]] (Λοβ. Φρύν. 712), ὁ μὴ ὠχυρωμένος, Ξεν. Ἀγησ. 6. 6. ΙΙ. [[ἀνοικτός]], [[χώρα]] ὕποπτ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 295.
}}
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[ἀνόχυρος]];<br />ος, ον :<br />non fortifié.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὀχυρός]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώχῠρος Medium diacritics: ἀνώχυρος Low diacritics: ανώχυρος Capitals: ΑΝΩΧΥΡΟΣ
Transliteration A: anṓchyros Transliteration B: anōchyros Transliteration C: anochyros Beta Code: a)nw/xuros

English (LSJ)

ον,

   A = ἀνόχυρος, not fortified, X.Ages.6.6, SIG569.7 (Halasarna, iii B. C.).    II open, clear, χώρα, f.l.for ἄνυδρος, Hp.Aër.24.

German (Pape)

[Seite 269] richtiger als ἀνόχυρος, nach Lob. Phryn. p. 712, χώρη, eine offene, von Bäumen nicht bewachsene Gegend, Hippocr.; unbefestigt, Xen. Ages. 6, 6; πόλις D. Hal. 4, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώχυρος: -ον, δοκιμώτερος τύπος τοῦ ἀνόχυρος (Λοβ. Φρύν. 712), ὁ μὴ ὠχυρωμένος, Ξεν. Ἀγησ. 6. 6. ΙΙ. ἀνοικτός, χώρα ὕποπτ. ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. 295.

French (Bailly abrégé)

mieux que ἀνόχυρος;
ος, ον :
non fortifié.
Étymologie: ἀ, ὀχυρός.