πελταστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ χειρίζεσθαι τὴν πέλτην ὡς ὁ [[πελταστής]], Πλάτ. Θεαίτ. 165D· οἱ πελταστικοὶ ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Α· ― ἡ πελταστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]] τοῦ πελταστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 813D, 834Α· τὸ -κόν, = οἱ πελτασταὶ Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 29, κτλ. ― Ὑπερθ. ἐπίρρ. πελταστικώτατα, λαμπρότατα, [[ὅλως]] κατὰ τὸν τρόπον τῶν πελταστῶν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21. 7.
|lstext='''πελταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ χειρίζεσθαι τὴν πέλτην ὡς ὁ [[πελταστής]], Πλάτ. Θεαίτ. 165D· οἱ πελταστικοὶ ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Α· ― ἡ πελταστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]] τοῦ πελταστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 813D, 834Α· τὸ -κόν, = οἱ πελτασταὶ Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 29, κτλ. ― Ὑπερθ. ἐπίρρ. πελταστικώτατα, λαμπρότατα, [[ὅλως]] κατὰ τὸν τρόπον τῶν πελταστῶν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21. 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les peltastes <i>ou</i> soldats d’infanterie légère ; τὸ πελταστικόν XÉN l’infanterie légère, les peltastes.<br />'''Étymologie:''' [[πελταστής]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελταστικός Medium diacritics: πελταστικός Low diacritics: πελταστικός Capitals: ΠΕΛΤΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peltastikós Transliteration B: peltastikos Transliteration C: peltastikos Beta Code: peltastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in the use of the πέλτη, Pl. Tht.165d ; οἱ π. Id.Prt.350a : ἡ -κή (sc. τέχνη) tactics of a targeteer, Id.Lg.813e ; τὸ -κόν, = οἱ πελτασταί, X.An. 7.6.29, etc. Adv. Sup. πελταστικώτατα

   A in the best manner of πελτασταί, Id.Oec. 21.7.

German (Pape)

[Seite 551] zum πελταστής gehörig, ihn betreffend; πελταστικὸς ἀνήρ, der mit der πέλτη zu kämpfen versteht, Plat. Theaet. 165 d οἱ πελταστικοί, Prot. 350 a; ἡ πελταστική, die Kunst, mit der πέλτη zu kämpfen, Legg. VII, 813 d; ὅπλα πελταστικά, Pol. 23, 9, 3; – τὸ πελταστικόν, die Schaar der Peltasten, Xen. An. 7, 6, 26; er bildet auch den superl. des adv. πελταστικώτατα, aufs beste nach Art leichtbewaffneter Krieger, προκινδυνεύειν, Xen. Oec. 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πελταστικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ χειρίζεσθαι τὴν πέλτην ὡς ὁ πελταστής, Πλάτ. Θεαίτ. 165D· οἱ πελταστικοὶ ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Α· ― ἡ πελταστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνηδεξιότης τοῦ πελταστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 813D, 834Α· τὸ -κόν, = οἱ πελτασταὶ Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 29, κτλ. ― Ὑπερθ. ἐπίρρ. πελταστικώτατα, λαμπρότατα, ὅλως κατὰ τὸν τρόπον τῶν πελταστῶν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les peltastes ou soldats d’infanterie légère ; τὸ πελταστικόν XÉN l’infanterie légère, les peltastes.
Étymologie: πελταστής.