ἐννεάς: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐννεάς''': -άδος, ἡ, οὐσ. ἀριθ. τοῦ [[ἐννέα]], ὡς τὸ δυὰς τοῦ δύο, τὸ τριὰς τοῦ [[τρία]] κτλ., Θεόκρ. 17. 84, Ἀνθ. Π. 7, 17, Πλούτ. 2. 736C. Ὁ Πορφύριος διῄρει τὰ ἔργα τοῦ διδασκάλου αὑτοῦ Πλωτίνου εἰς ἓξ ἐννεάδας, Βίος Πλωτ. 24. ΙΙ. ἡ ἐνάτη [[ἡμέρα]] τοῦ μηνός, ἴδε [[εἰνάς]]. | |lstext='''ἐννεάς''': -άδος, ἡ, οὐσ. ἀριθ. τοῦ [[ἐννέα]], ὡς τὸ δυὰς τοῦ δύο, τὸ τριὰς τοῦ [[τρία]] κτλ., Θεόκρ. 17. 84, Ἀνθ. Π. 7, 17, Πλούτ. 2. 736C. Ὁ Πορφύριος διῄρει τὰ ἔργα τοῦ διδασκάλου αὑτοῦ Πλωτίνου εἰς ἓξ ἐννεάδας, Βίος Πλωτ. 24. ΙΙ. ἡ ἐνάτη [[ἡμέρα]] τοῦ μηνός, ἴδε [[εἰνάς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> groupe de neuf, neuvaine;<br /><b>2</b> le nombre neuf.<br />'''Étymologie:''' [[ἐννέα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A body of nine, Theoc.17.84 (pl.), AP7.17 (Tull. Laur.); ἡ ὑμνουμένη ἐ. ἐν τῷ νοητῷ Dam.Pr.117: Porph. divided the works of his master Plotinus into six enneads, Plot.24. II the number nine, Plu.2.726d,744a, Nicom.Ar.1.19, etc. III the ninth day of the month, v. εἰνάς.
German (Pape)
[Seite 847] άδος, ἡ, die Zahl Neun, eine Anzahl von Neun, Theocr. 17, 84 u. a. Sp., s. εἰνάς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάς: -άδος, ἡ, οὐσ. ἀριθ. τοῦ ἐννέα, ὡς τὸ δυὰς τοῦ δύο, τὸ τριὰς τοῦ τρία κτλ., Θεόκρ. 17. 84, Ἀνθ. Π. 7, 17, Πλούτ. 2. 736C. Ὁ Πορφύριος διῄρει τὰ ἔργα τοῦ διδασκάλου αὑτοῦ Πλωτίνου εἰς ἓξ ἐννεάδας, Βίος Πλωτ. 24. ΙΙ. ἡ ἐνάτη ἡμέρα τοῦ μηνός, ἴδε εἰνάς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 groupe de neuf, neuvaine;
2 le nombre neuf.
Étymologie: ἐννέα.