καταδουλεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(6_2) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδουλεύομαι''': [[καταδουλόω]], Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12. | |lstext='''καταδουλεύομαι''': [[καταδουλόω]], Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταδουλεύομαι]] (Α)<br />[[υποδουλώνω]] κάποιον για ωφέλειά μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταδουλῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -<i>εύω</i> / -<i>εύομαι</i>, στη [[μέση]] [[φωνή]] ως [[μέσο]] [[δυναμικό]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A reduce to slavery, Sm.Le.27.17, f.l. in Eus. Mynd.Fr.10(v. καταδουλόω 1.2).
German (Pape)
[Seite 1347] sich unterjochen, Euseb. Stob. fl. 6, 15.
Greek (Liddell-Scott)
καταδουλεύομαι: καταδουλόω, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12.
Greek Monolingual
καταδουλεύομαι (Α)
υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό].