ἀθανασία: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθᾰνᾰσία''': ἡ, = [[ἀθανασία]], Πλάτ. Φαῖδρ. 246Α., καὶ ἀλλ. ὁ δὲ [[λιμός]] ἐστιν ἀθανασίας [[φάρμακον]], Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. [ἡ παραλήγ. ἐμηκύνθη ἐν Χρ. Σιβυλλ. 2. 41. 150]. | |lstext='''ἀθᾰνᾰσία''': ἡ, = [[ἀθανασία]], Πλάτ. Φαῖδρ. 246Α., καὶ ἀλλ. ὁ δὲ [[λιμός]] ἐστιν ἀθανασίας [[φάρμακον]], Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. [ἡ παραλήγ. ἐμηκύνθη ἐν Χρ. Σιβυλλ. 2. 41. 150]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />immortalité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀθάνατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A immortality, Pl.Phdr.246a, Arist.EN1111b22, Epicur. Ep.3p.60U., etc.; ὁ δὲ λιμός ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Antiph.86.6. II elixir or antidote, ἀ. Μιθριδάτου Gal.14.148, cf. 13.203. 2 = ἀμβροσία, Luc.DDeor.4.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθᾰνᾰσία: ἡ, = ἀθανασία, Πλάτ. Φαῖδρ. 246Α., καὶ ἀλλ. ὁ δὲ λιμός ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον, Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. [ἡ παραλήγ. ἐμηκύνθη ἐν Χρ. Σιβυλλ. 2. 41. 150].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
immortalité.
Étymologie: ἀθάνατος.