καθικετεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθικετεύω''': Ἰων. [[κατικετεύω]], ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[ἱκετεύω]], αἰτοῦμαί τι ἱκετευτικῶς, ἅ μου καθικετεύσατ’ Εὐριπ. Ἑλ. 1018. 2) ἐνθέρμως παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], κατικ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 68· πολλὰ καθ. τινὰ Ἡλιόδ. 6. 14· τινά, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 324.
|lstext='''καθικετεύω''': Ἰων. [[κατικετεύω]], ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[ἱκετεύω]], αἰτοῦμαί τι ἱκετευτικῶς, ἅ μου καθικετεύσατ’ Εὐριπ. Ἑλ. 1018. 2) ἐνθέρμως παρακαλῶ, [[ἱκετεύω]], κατικ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 68· πολλὰ καθ. τινὰ Ἡλιόδ. 6. 14· τινά, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 324.
}}
{{bailly
|btext=supplier : τινι qqn ; τινα avec l’inf. supplier qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱκετεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθῐκετεύω Medium diacritics: καθικετεύω Low diacritics: καθικετεύω Capitals: ΚΑΘΙΚΕΤΕΥΩ
Transliteration A: kathiketeúō Transliteration B: kathiketeuō Transliteration C: kathiketeyo Beta Code: kaqiketeu/w

English (LSJ)

Ion. κατ-, strengthd. for ἱκετεύω,

   A entreat earnestly, κατικ. τινί Hdt.6.68; πολλὰ κ. τινά Hld.6.14; τινα c. inf., Plu.Cat. Mi.32, cf. Parth.5.2, Ph.2.384:—also in Med., E.Or.324 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1286] verstärktes simplex; σιγήσομαι ἅ μου καθικετεύσατε Eur. Hel. 1024; τινά, anflehen, Ath. VII, 283 f; τινί, ἀπικομένῃ τῇ μητρὶ κατικέτευε Her. 6, 68. – Med. in derselben Bdtg, Eur. Or. 324.

Greek (Liddell-Scott)

καθικετεύω: Ἰων. κατικετεύω, ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἱκετεύω, αἰτοῦμαί τι ἱκετευτικῶς, ἅ μου καθικετεύσατ’ Εὐριπ. Ἑλ. 1018. 2) ἐνθέρμως παρακαλῶ, ἱκετεύω, κατικ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 68· πολλὰ καθ. τινὰ Ἡλιόδ. 6. 14· τινά, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 324.

French (Bailly abrégé)

supplier : τινι qqn ; τινα avec l’inf. supplier qqn de.
Étymologie: κατά, ἱκετεύω.