ἠθαλέος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠθᾰλέος''': -α, -ον, ([[ἦθος]]) εἰθισμένος, [[συνήθης]], εὐναί Ὀππ. Κ. 2. 88, 307· ἐπὶ προσώπου, [[φιλικός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23. | |lstext='''ἠθᾰλέος''': -α, -ον, ([[ἦθος]]) εἰθισμένος, [[συνήθης]], εὐναί Ὀππ. Κ. 2. 88, 307· ἐπὶ προσώπου, [[φιλικός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠθαλέος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[συνηθισμένος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, [[ήμερος]] («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νυστ</i>-<i>αλέος</i>, <i>φρικ</i>-<i>αλέος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, (ἦθος)
A accustomed, εὐναί Opp.C.2.307; [ταῦροι] ib. 88, cf. Epigr.Gr.1035.23 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 1156] gewohnt, ἠθαλέας τ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπαισι μέλαθρον Opp. Cyn. 2, 306; ἠθαλέοι μερόπεσσιν, gewöhnt an, 2, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθᾰλέος: -α, -ον, (ἦθος) εἰθισμένος, συνήθης, εὐναί Ὀππ. Κ. 2. 88, 307· ἐπὶ προσώπου, φιλικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23.
Greek Monolingual
ἠθαλέος, -η, -ον (Α)
1. συνηθισμένος
2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυστ-αλέος, φρικ-αλέος)].