ἀμμοδύτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
(6_15) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμμοδύτης''': ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, [[εἶδος]] ὄφεως, κοινότερον καλουμένου [[διψάς]], Στράβ. 803· πρβλ: [[ἀμμοβάτης]]. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. [[χηραμοδύτης]], [[σισυρνοδύτης]]]. | |lstext='''ἀμμοδύτης''': ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, [[εἶδος]] ὄφεως, κοινότερον καλουμένου [[διψάς]], Στράβ. 803· πρβλ: [[ἀμμοβάτης]]. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. [[χηραμοδύτης]], [[σισυρνοδύτης]]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[que se esconde en la arena]] cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.<i>Ven</i>.22.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sand-burrower, a kind of serpent, Philum.Ven.22.1.; διψάς Str.17.1.21.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοδύτης: ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, εἶδος ὄφεως, κοινότερον καλουμένου διψάς, Στράβ. 803· πρβλ: ἀμμοβάτης. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. χηραμοδύτης, σισυρνοδύτης].
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que se esconde en la arena cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.Ven.22.1.