ἐπιλίγδην: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιλίγδην''': Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, [[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρί... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]], «οὐ κατὰ [[βάθος]], ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 ([[ἔνθα]] ἡ β΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἐπιλίγδην''': Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, [[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρί... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]], «οὐ κατὰ [[βάθος]], ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 ([[ἔνθα]] ἡ β΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />à la surface.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλ-, Il.l.c.]
German (Pape)
[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.