μίσοινος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6_18)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίσοινος''': -ον, ὁ μισῶν τὸν [[οἶνον]], [[νηφάλιος]], Ἱππ. 677. 15.
|lstext='''μίσοινος''': -ον, ὁ μισῶν τὸν [[οἶνον]], [[νηφάλιος]], Ἱππ. 677. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[μίσοινος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποστρέφεται το [[κρασί]], την [[οινοποσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οἶνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>οινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσοινος Medium diacritics: μίσοινος Low diacritics: μίσοινος Capitals: ΜΙΣΟΙΝΟΣ
Transliteration A: mísoinos Transliteration B: misoinos Transliteration C: misoinos Beta Code: mi/soinos

English (LSJ)

ον,

   A hating wine, Hp.Steril.215.

Greek (Liddell-Scott)

μίσοινος: -ον, ὁ μισῶν τὸν οἶνον, νηφάλιος, Ἱππ. 677. 15.

Greek Monolingual

μίσοινος, -ον (Α)
αυτός που αποστρέφεται το κρασί, την οινοποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + οἶνος (πρβλ. φίλ-οινος)].