τριβάς: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐβάς''': -άδος, ἡ γυνὴ ἀσελγαίνουσα καθ’ ἑαυτὴν ἢ μετ’ ἄλλων γυναικῶν μηχανωμένων παντοίους τρόπους πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς μετ’ ἀνδρὸς συνουσίας, Μανέθων 4. 358, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 693, κλπ.
|lstext='''τρῐβάς''': -άδος, ἡ γυνὴ ἀσελγαίνουσα καθ’ ἑαυτὴν ἢ μετ’ ἄλλων γυναικῶν μηχανωμένων παντοίους τρόπους πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς μετ’ ἀνδρὸς συνουσίας, Μανέθων 4. 358, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 693, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>άδος (ἡ) :<br />tribade, femme de mœurs infâmes, homosexuelle.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].<br /><span class="bld">2</span><i>acc. pl. de</i> [[τριβή]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβάς Medium diacritics: τριβάς Low diacritics: τριβάς Capitals: ΤΡΙΒΑΣ
Transliteration A: tribás Transliteration B: tribas Transliteration C: trivas Beta Code: triba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A a woman who practises unnatural vice with herself or with other women, Man.4.358, Ptol.Tetr.171, Vett.Val.111.7, Gloss.    II = mortarium, tritorium, ib.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάς: -άδος, ἡ γυνὴ ἀσελγαίνουσα καθ’ ἑαυτὴν ἢ μετ’ ἄλλων γυναικῶν μηχανωμένων παντοίους τρόπους πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς μετ’ ἀνδρὸς συνουσίας, Μανέθων 4. 358, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 693, κλπ.

French (Bailly abrégé)

1άδος (ἡ) :
tribade, femme de mœurs infâmes, homosexuelle.
Étymologie: τρίβω.
2acc. pl. de τριβή.