διαθεσμοθετέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαθεσμοθετέω''': τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D. | |lstext='''διαθεσμοθετέω''': τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ordenar]], [[prescribir]], [[disponer normas con autoridad]] el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.<i>Ti</i>.42d, cf. Hierocl.<i>in CA</i> 19.4, Procl.<i>in Cra</i>.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.<i>VP</i> 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας [[ἐξαρχῆς]] διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.<i>Spir</i>.27.66.53. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A prescribe severally, ordain, πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl. Ti.42d, cf. Iamb.VP16.68, Hierocl.in CA19p.460M., Procl.in Cra. p.49P.
German (Pape)
[Seite 578] durch Gesetze bestimmen; πάντα Plat. Tim. 42 d; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαθεσμοθετέω: τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D.
Spanish (DGE)
ordenar, prescribir, disponer normas con autoridad el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.Ti.42d, cf. Hierocl.in CA 19.4, Procl.in Cra.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.VP 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.Eun.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξαρχῆς διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.Spir.27.66.53.