ἐκλέπω: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλέπω''': ἀφαιρῶ τὸ [[λέπος]], τὴν «φλοῦδαν», «ξεφλουδίζω», Ἱππ. 630. 38., 631. 23, κτλ.· ἐπὶ πτηνῶν, [[ἐκκολάπτω]], «βγάζω» τοὺς νεοσσούς, Ἡρόδ. 2. 68, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108· ἐπὶ ὄφεων, Ἡρόδ. 3. 109· πρβλ. [[ἐκγλύφω]]: ― Παθ., μέλλ. ἐκλᾰπήσομαι Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.: ἀόρ. ἐκλᾰπῆναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211. | |lstext='''ἐκλέπω''': ἀφαιρῶ τὸ [[λέπος]], τὴν «φλοῦδαν», «ξεφλουδίζω», Ἱππ. 630. 38., 631. 23, κτλ.· ἐπὶ πτηνῶν, [[ἐκκολάπτω]], «βγάζω» τοὺς νεοσσούς, Ἡρόδ. 2. 68, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108· ἐπὶ ὄφεων, Ἡρόδ. 3. 109· πρβλ. [[ἐκγλύφω]]: ― Παθ., μέλλ. ἐκλᾰπήσομαι Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.: ἀόρ. ἐκλᾰπῆναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire éclore en brisant la coque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A free from shell or rind, peel, κόκκους Hp.Mul.1.81,84; of crocodiles and birds,hatch their young, Hdt.2.68, Cratin. 108, cf. Ar. Av.1108; of serpents, Hdt.3.109; of insects and tortoises, Arist. HA553a8, 558a10:—Pass., fut. ἐκλᾰπήσομαι v.l. (ap.Erot.) in Hp. Nat.Puer.29: aor. ἐκλᾰπῆναι Ar.Fr.164.
German (Pape)
[Seite 767] ausschälen, Hippocr.; ausbrüten, ὄρνεον Cratin. bei Ath. IX, 373 f; ᾠά Her. 2, 68, wie Arist. H. A. 5, 19, 33. Komisch μικρὰ κέρματα Ar. Av. 1108, aus dem auch ἐκλαπῆναι angeführt wird, Erot. unter ἐκλαπήσεται.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλέπω: ἀφαιρῶ τὸ λέπος, τὴν «φλοῦδαν», «ξεφλουδίζω», Ἱππ. 630. 38., 631. 23, κτλ.· ἐπὶ πτηνῶν, ἐκκολάπτω, «βγάζω» τοὺς νεοσσούς, Ἡρόδ. 2. 68, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 2, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108· ἐπὶ ὄφεων, Ἡρόδ. 3. 109· πρβλ. ἐκγλύφω: ― Παθ., μέλλ. ἐκλᾰπήσομαι Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.: ἀόρ. ἐκλᾰπῆναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211.