κατάφημι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάφημι''': κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]] [[παραδέχομαι]], [[λέγω]] ναί, βεβαιῶ, ἀντιθ. τῷ [[ἀπόφημι]], μετ' ἀορ. α', κατέφησα, ἡ [[διάνοια]] ἢ κατάφησιν ἢ ἀπόφησιν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 6 κἑξ., Μετὰ τὰ Φυσ. 3.6,11· οὔποτ’ ἂν μεμφομένων καταφαίην, ὁ Σχολ. «οὐκ ἂν ἐπαινέσαιμι τοὺς μεμφομένους», Σοφ. Ο.Τ. 507· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τὸν ἀόρ. κατειπεῖν.
|lstext='''κατάφημι''': κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]] [[παραδέχομαι]], [[λέγω]] ναί, βεβαιῶ, ἀντιθ. τῷ [[ἀπόφημι]], μετ' ἀορ. α', κατέφησα, ἡ [[διάνοια]] ἢ κατάφησιν ἢ ἀπόφησιν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 6 κἑξ., Μετὰ τὰ Φυσ. 3.6,11· οὔποτ’ ἂν μεμφομένων καταφαίην, ὁ Σχολ. «οὐκ ἂν ἐπαινέσαιμι τοὺς μεμφομένους», Σοφ. Ο.Τ. 507· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τὸν ἀόρ. κατειπεῖν.
}}
{{bailly
|btext=dire oui, affirmer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φημί]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφημι Medium diacritics: κατάφημι Low diacritics: κατάφημι Capitals: ΚΑΤΑΦΗΜΙ
Transliteration A: katáphēmi Transliteration B: kataphēmi Transliteration C: katafimi Beta Code: kata/fhmi

English (LSJ)

   A assent, S.OT506 (lyr., μεμφομένων is gen. abs.); opp. ἀπόφημι, in aor. 1 inf. -φῆσαι, Arist.Metaph.1007b21; οἷον -φᾶσα ἢ ἀποφᾶσα [ἡ ψυχὴ] διώκει ἢ φεύγει Id.de An.431a9:—Pass., aor. inf. -φᾰθῆναι Id.Int.18b39.    II promulgate, νόμοι οὓς κατέφησεν θεὸς Ἰουδαίοις f.l. in J.BJ3.8.4 (v. κατηφέω).

German (Pape)

[Seite 1388] (s. φημί), bejahen, behaupten, Ggstz ἀπόφημι, Arist. Metaphys. 3, 6 u. öfter; beistimmen, οὔποτε μεμφομένων ἂν καταφαίην Soph. O. R. 506, Schol. ἐπαινέσαιμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφημι: κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω παραδέχομαι, λέγω ναί, βεβαιῶ, ἀντιθ. τῷ ἀπόφημι, μετ' ἀορ. α', κατέφησα, ἡ διάνοια ἢ κατάφησιν ἢ ἀπόφησιν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 6 κἑξ., Μετὰ τὰ Φυσ. 3.6,11· οὔποτ’ ἂν μεμφομένων καταφαίην, ὁ Σχολ. «οὐκ ἂν ἐπαινέσαιμι τοὺς μεμφομένους», Σοφ. Ο.Τ. 507· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τὸν ἀόρ. κατειπεῖν.

French (Bailly abrégé)

dire oui, affirmer.
Étymologie: κατά, φημί.