χειραγωγέω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρᾰγωγέω''': ὁδηγῶ διὰ τῆς χειρός, ἀπολ., Λουκ. Τίμ. 32· τὸν δεσπότην [[μετὰ]] τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Κλεομ. 38· μεταφορ., χ. τὴν εὕρεσιν μνήμῃ ὁ αὐτ. 2. 48Β· τὴν ψυχήν ἐπί τι Μάξιμ. Τύρ. σ. 177, κλπ.· - Παθ., Διόδ. 13. 20, ἐπί τι Ἡρῳδιαν. 7. 1. | |lstext='''χειρᾰγωγέω''': ὁδηγῶ διὰ τῆς χειρός, ἀπολ., Λουκ. Τίμ. 32· τὸν δεσπότην [[μετὰ]] τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Κλεομ. 38· μεταφορ., χ. τὴν εὕρεσιν μνήμῃ ὁ αὐτ. 2. 48Β· τὴν ψυχήν ἐπί τι Μάξιμ. Τύρ. σ. 177, κλπ.· - Παθ., Διόδ. 13. 20, ἐπί τι Ἡρῳδιαν. 7. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />conduire par la main, diriger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[χειραγωγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A lead by the hand, τινα LXXJd.16.26 cod. A, Muson.Fr.15Ap.79H., Act.Ap.9.8, Plu.Cleom.38: generally, guide, direct, φρυκτώρια ἐς ἀσφαλεῖς καταγωγὰς τὰς ναῦς χ. Hdn.4.2.8; χ. τούτῳ τὴν ἔξοδον will guide his exit, Procop.Gaz.p.158B.: metaph., χ. τὴν εὕρεσιν μνήμῃ Plu.2.48b; τὴν ψυχὴν ἐπί τι Max. Tyr.10.6; also 'lead by the nose', cajole, Posidon.36J.: abs., Luc.Tim.32, Porph. Chr.30:—Pass., LXX To.11.16 cod. <*>, ὑπ' αὐτῶν τῶν πραγμάτων PPetr. 3p.22 (iii B.C.), cf. D.S.13.20; ἐπί τι Hdn.7.1.2.
German (Pape)
[Seite 1344] an der Hand führen, leiten; Anacr. 1, 10; Plut. adv. Stoic. 21; Luc. Tim. 32 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
χειρᾰγωγέω: ὁδηγῶ διὰ τῆς χειρός, ἀπολ., Λουκ. Τίμ. 32· τὸν δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Κλεομ. 38· μεταφορ., χ. τὴν εὕρεσιν μνήμῃ ὁ αὐτ. 2. 48Β· τὴν ψυχήν ἐπί τι Μάξιμ. Τύρ. σ. 177, κλπ.· - Παθ., Διόδ. 13. 20, ἐπί τι Ἡρῳδιαν. 7. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
conduire par la main, diriger, acc..
Étymologie: χειραγωγός.