κυλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_2)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυλλαίνω''': [[κυλλόω]], κ. ὦτα [[κάτω]], [[κρεμῶ]] αὐτὰ [[κάτω]], Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.
|lstext='''κυλλαίνω''': [[κυλλόω]], κ. ὦτα [[κάτω]], [[κρεμῶ]] αὐτὰ [[κάτω]], Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλλαίνω]] (AM) [[κυλλός]]<br />[[καθιστώ]] κάποιον κουλό ή [[κουτσό]], [[κουλαίνω]], [[κουτσαίνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χωλαίνω]], ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό [[νους]]», Φίλ.).
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλαίνω Medium diacritics: κυλλαίνω Low diacritics: κυλλαίνω Capitals: ΚΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: kyllaínō Transliteration B: kyllainō Transliteration C: kyllaino Beta Code: kullai/nw

English (LSJ)

   A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687.    II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.

Greek Monolingual

κυλλαίνω (AM) κυλλός
καθιστώ κάποιον κουλό ή κουτσό, κουλαίνω, κουτσαίνω κάποιον
αρχ.
μτφ. χωλαίνω, ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό νους», Φίλ.).