τροποφορέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροποφορέω''': μετ’ αἰτ., [[ὑπομένω]] τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. [[τροφοφορέω]].
|lstext='''τροποφορέω''': μετ’ αἰτ., [[ὑπομένω]] τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. [[τροφοφορέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.<br />'''Étymologie:''' [[τρόπος]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροποφορέω Medium diacritics: τροποφορέω Low diacritics: τροποφορέω Capitals: ΤΡΟΠΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: tropophoréō Transliteration B: tropophoreō Transliteration C: tropoforeo Beta Code: tropofore/w

English (LSJ)

c. acc.,

   A bear with another's moods, Sch.Ar.Ra.1479, Suid. s. vv. σκύμνος et οὐ χρή; τὸν τῦφόν μου Cic.Att.13.29.1; v.l. for τροφο- in LXXDe.1.31, Act.Ap.13.18.

Greek (Liddell-Scott)

τροποφορέω: μετ’ αἰτ., ὑπομένω τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. τροφοφορέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.
Étymologie: τρόπος, φέρω.