δενδροτομέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδροτομέω''': δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.
|lstext='''δενδροτομέω''': δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />couper les arbres (d’une contrée).<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], [[τέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροτομέω Medium diacritics: δενδροτομέω Low diacritics: δενδροτομέω Capitals: ΔΕΝΔΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: dendrotoméō Transliteration B: dendrotomeō Transliteration C: dendrotomeo Beta Code: dendrotome/w

English (LSJ)

   A cut down trees, πρὸς καῦσιν Str.14.6.5, cf. S.E.M. 5.69: but usu.,    2 lay waste a country, Th.1.108: metaph., δ. τὸ νῶτον Ar.Pax747.

German (Pape)

[Seite 546] = δενδροκοπέω, Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροτομέω: δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper les arbres (d’une contrée).
Étymologie: δένδρον, τέμνω.