φροντιστήριον: Difference between revisions
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φροντιστήριον''': τό, [[τόπος]] πρὸς μελέτην, [[μελετητήριον]], οἱονεὶ [[ἐργαστήριον]] φροντίδων ἢ σκέψεων, ὡς καλεῖται ἡ κατὰ φαντασίαν σχολὴ τοῦ Σωκράτους ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 94, 128, 142, 181, 1487· ― [[καθόλου]], [[σχολή]], σπουδαστήριον, Λουκ. Νέρ. 1, [[Πολυδ]]. Δϳ, 41. 2) Δίων ὁ Κάσ. συνήθως δι’ [[αὐτοῦ]] μεταφράζει τὸ Ῥωμαϊκὸν Curia, ([[ὅπερ]] ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ cura), Ἐκλογ. 1. 36. 3) [[μοναστήριον]], Εὐαγγ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 21· φρ. μοναχῶν Ἰω. Γενέσ. 70. 18. | |lstext='''φροντιστήριον''': τό, [[τόπος]] πρὸς μελέτην, [[μελετητήριον]], οἱονεὶ [[ἐργαστήριον]] φροντίδων ἢ σκέψεων, ὡς καλεῖται ἡ κατὰ φαντασίαν σχολὴ τοῦ Σωκράτους ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 94, 128, 142, 181, 1487· ― [[καθόλου]], [[σχολή]], σπουδαστήριον, Λουκ. Νέρ. 1, [[Πολυδ]]. Δϳ, 41. 2) Δίων ὁ Κάσ. συνήθως δι’ [[αὐτοῦ]] μεταφράζει τὸ Ῥωμαϊκὸν Curia, ([[ὅπερ]] ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ cura), Ἐκλογ. 1. 36. 3) [[μοναστήριον]], Εὐαγγ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 21· φρ. μοναχῶν Ἰω. Γενέσ. 70. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />lieu de méditation ; cabinet de travail, salle d’étude (cogito-pensoir).<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A place for meditation, thinking-shop, ψυχῶν σοφῶν φ., of Socrates' school, Ar.Nu.94, al.; monastic community of Indian sages, Philostr.VA3.50, 6.6: generally, school, study, Luc.Ner.1, Poll.4.41; lecture-room, auditorium, Procop.Gaz.Ep.114. 2 = Lat. Curia (as if from cura), D.C.Fr.5.8. 3 law-court, PLips.38.14 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1309] τό, ein Ort, wo gedacht, geforscht wird, komisch bei Ar. Nubb. 94. 128 von der Denkerei oder der Studirstube des Sokrates; Studirzimmer auch Luc. Nero 2; Hörsaal, Schule; – D. Cass. übersetzt so das röm. curia.
Greek (Liddell-Scott)
φροντιστήριον: τό, τόπος πρὸς μελέτην, μελετητήριον, οἱονεὶ ἐργαστήριον φροντίδων ἢ σκέψεων, ὡς καλεῖται ἡ κατὰ φαντασίαν σχολὴ τοῦ Σωκράτους ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 94, 128, 142, 181, 1487· ― καθόλου, σχολή, σπουδαστήριον, Λουκ. Νέρ. 1, Πολυδ. Δϳ, 41. 2) Δίων ὁ Κάσ. συνήθως δι’ αὐτοῦ μεταφράζει τὸ Ῥωμαϊκὸν Curia, (ὅπερ ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ cura), Ἐκλογ. 1. 36. 3) μοναστήριον, Εὐαγγ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 21· φρ. μοναχῶν Ἰω. Γενέσ. 70. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de méditation ; cabinet de travail, salle d’étude (cogito-pensoir).
Étymologie: φροντίζω.