ὀροβίτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_3) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀροβίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄροβον ἢ ἔχων τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Διόδ. 3. 13· θηλ. ὀροβῖτις, ἴδε ἐν λέξ. [[χρυσόκολλα]]. | |lstext='''ὀροβίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄροβον ἢ ἔχων τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Διόδ. 3. 13· θηλ. ὀροβῖτις, ἴδε ἐν λέξ. [[χρυσόκολλα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀροβίτης]], ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α)<br /><b>1.</b> [[λίθος]] όμοιος ή [[ισομεγέθης]] με κόκκο ορόβου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[είδος]] παρασκευασμένης χρυσόκολλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροβος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>δαφν</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A like or of the size of the ὄροβος, λίθος D.S.3.13:—fem. ὀροβῖτις, prepared chrysocolla, Plin.HN33.89.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς ὄροβον ἢ ἔχων τὸ μέγεθος αὐτοῦ, Διόδ. 3. 13· θηλ. ὀροβῖτις, ἴδε ἐν λέξ. χρυσόκολλα.
Greek Monolingual
ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α)
1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου
2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφν-ίτης)].