μαρυκάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(6_23) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾱρυκάομαι''': μᾱρύκημα, τό, Δωρ. ἀντὶ μηρυκ-. | |lstext='''μᾱρυκάομαι''': μᾱρύκημα, τό, Δωρ. ἀντὶ μηρυκ-. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾱρυκάομαι:''' μᾱρύκημα, τό, Δωρ. αντί <i>μηρυκ-</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
μᾱρυκ-ισμός, Dor. for μηρυκ-. μᾱρύομαι, Dor. for μηρύομαι.
German (Pape)
[Seite 97] u. μαρύκημα, τό, μαρύομαι, dor. = μηρυκάομαι u. μηρύκημα, μηρύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱρυκάομαι: μᾱρύκημα, τό, Δωρ. ἀντὶ μηρυκ-.
Greek Monotonic
μᾱρυκάομαι: μᾱρύκημα, τό, Δωρ. αντί μηρυκ-.