λωτοφάγοι: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
(6_15) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωτοφάγοι''': οἱ, ([[λωτὸς]] ΙΙ) οἱ ἐσθίοντες τὸν λωτόν, εἰρηνικὸς λαὸς κατοικῶν τὴν Κυρηναϊκὴν παραλίαν, Ὀδ. Ι. 84, Ἡρόδ. 4. 177, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἡ [[χώρα]] αὐτῶν ἐκαλεῖτο Λωτοφαγία, ἡ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 2· [[ὅθεν]] [[Σύρτις]] Λωτοφαγῖτις, Στράβ. 834. | |lstext='''λωτοφάγοι''': οἱ, ([[λωτὸς]] ΙΙ) οἱ ἐσθίοντες τὸν λωτόν, εἰρηνικὸς λαὸς κατοικῶν τὴν Κυρηναϊκὴν παραλίαν, Ὀδ. Ι. 84, Ἡρόδ. 4. 177, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἡ [[χώρα]] αὐτῶν ἐκαλεῖτο Λωτοφαγία, ἡ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 2· [[ὅθεν]] [[Σύρτις]] Λωτοφαγῖτις, Στράβ. 834. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λωτοφάγοι:''' οἱ ([[λωτός]] II), αυτοί που τρώνε λωτούς· [[ειρηνικός]] [[λαός]] που κατοικούσε στην [[παραλία]] της Κυρηναϊκής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], οἱ, (λωτός III. 2)
A Lotus-eaters, a mythical people on the coast of North Africa, Od.9.84, Hdt.4.177, cf. X.An.3.2.25, Scyl.22, Plb.1.39.2:—their country was perh. called Λωτοφᾰγία, ἡ, Thphr.HP4.3.2 (dub.l.): hence Adj. fem. Λωτοφᾰγῖτις Σύρτις Str. 17.3.17.
Greek (Liddell-Scott)
λωτοφάγοι: οἱ, (λωτὸς ΙΙ) οἱ ἐσθίοντες τὸν λωτόν, εἰρηνικὸς λαὸς κατοικῶν τὴν Κυρηναϊκὴν παραλίαν, Ὀδ. Ι. 84, Ἡρόδ. 4. 177, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἡ χώρα αὐτῶν ἐκαλεῖτο Λωτοφαγία, ἡ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 2· ὅθεν Σύρτις Λωτοφαγῖτις, Στράβ. 834.
Greek Monotonic
λωτοφάγοι: οἱ (λωτός II), αυτοί που τρώνε λωτούς· ειρηνικός λαός που κατοικούσε στην παραλία της Κυρηναϊκής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.