ὑποτροπή: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτροπή''': ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ [[νικᾶν]] [[διαδοχή]], ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. [[ἐπιστροφή]], [[ἐπάνοδος]], ὑπ. τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.
|lstext='''ὑποτροπή''': ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ [[νικᾶν]] [[διαδοχή]], ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. [[ἐπιστροφή]], [[ἐπάνοδος]], ὑπ. τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> retour, <i>particul.</i> retour périodique, accès;<br /><b>2</b> retraite.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτροπή Medium diacritics: ὑποτροπή Low diacritics: υποτροπή Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΗ
Transliteration A: hypotropḗ Transliteration B: hypotropē Transliteration C: ypotropi Beta Code: u(potroph/

English (LSJ)

ἡ,

   A a turning back, repulse, Plu. Alex.32.    II relapse, recurrence, Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπή: ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ νικᾶν διαδοχή, ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ὑπ. τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour, particul. retour périodique, accès;
2 retraite.
Étymologie: ὑποτρέπω.