συνεγγίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεγγίζω''': [[ἔρχομαι]] πλησίον [[ὁμοῦ]], συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ. | |lstext='''συνεγγίζω''': [[ἔρχομαι]] πλησίον [[ὁμοῦ]], συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, [[πρός]] τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’approcher tout à fait de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A draw near, Plb.1.23.8; τινι to a person or thing, Id.3.69.13, D.S.3.72, 17.41; -ιζούσης τῆς ἀποτέξεως Sor.1.56; -ίζοντος τοῦ ἡλίου Gem.17.28; approximate, τῇ τῶν ἀγαθῶν φύσει Stoic. 1.48; τῇ ἀληθείᾳ Hipparch.1.10.8, cf. Phld.Rh.1.362 S.; τῇ μανίᾳ Id.Mus. p.99 K.; abs. (sc. τῇ σοφίᾳ), Id.Ir.p.74 W.; θέρους τοῦ -ίζοντος τῷ φθινοπώρῳ in the part of summer verging on autumn, Dsc.2.77; σ. τῇ ἀκμῇ nearing the prime of life, Marcellin.Puls.339.
German (Pape)
[Seite 1009] sich annähern, Pol. 1, 23, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγίζω: ἔρχομαι πλησίον ὁμοῦ, συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ.