ἐκκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκύπτω''': [[κύπτω]] ἔξω τινός, κερδὼ παχείας ἐξέκυπτεν αἰγείρου Βαβρ. 50. 13· ἐκκύψασαν ἁλῶναι (πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐγκ-), Ἀριστοφ. Θεσμ. 790: - [[καθόλου]], [[ἐξέρχομαι]], ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 1052· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κοχλίου, [[ἐξέρχομαι]] ἔξω, Ἀθήν. 455Ε. ΙΙ. μεταβατ., [[προσβάλλω]], [[προτείνω]], μόνην γὰρ ἐξέκυψε τὴν κεφαλὴν ([[ὅπερ]] νῦν διωρθώθη: μόνη γὰρ ἐξέκυψεν ἡ [[κεφαλή]]), Αἰλ. π. Ζ. 15. 21.
|lstext='''ἐκκύπτω''': [[κύπτω]] ἔξω τινός, κερδὼ παχείας ἐξέκυπτεν αἰγείρου Βαβρ. 50. 13· ἐκκύψασαν ἁλῶναι (πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐγκ-), Ἀριστοφ. Θεσμ. 790: - [[καθόλου]], [[ἐξέρχομαι]], ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 1052· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κοχλίου, [[ἐξέρχομαι]] ἔξω, Ἀθήν. 455Ε. ΙΙ. μεταβατ., [[προσβάλλω]], [[προτείνω]], μόνην γὰρ ἐξέκυψε τὴν κεφαλὴν ([[ὅπερ]] νῦν διωρθώθη: μόνη γὰρ ἐξέκυψεν ἡ [[κεφαλή]]), Αἰλ. π. Ζ. 15. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se pencher pour regarder au dehors ; se laisser entrevoir, se montrer, apparaître;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> pencher en dehors : τὴν κεφαλήν la tête.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κύπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκύπτω Medium diacritics: ἐκκύπτω Low diacritics: εκκύπτω Capitals: ΕΚΚΥΠΤΩ
Transliteration A: ekkýptō Transliteration B: ekkyptō Transliteration C: ekkypto Beta Code: e)kku/ptw

English (LSJ)

   A peep out of, αἰγείρου Babr.50.13 ; ἐκ τῶν οἴκων Ant.Lib. 39.6; ἐκκύψασαν ἁλῶναι to be caught peeping out (Reiske for ἐγκ-), Ar.Th.790: generally, pop out, Id.Ec.1052 ; of a snail's eyes, Teucer ap.Ath.10.455e : metaph., proceed forth, τοῦ νοητοῦ εἰς οὐρανόν Plot. 4.3.15; cf.ἐκκέκυφεν· ἀνωρθώθη (-ωσεν cod.), Hsch.    II trans., put forth, Ael.NA15.21.

German (Pape)

[Seite 765] hervorgucken; πόθεν ἐξέκυψας Ar. Eccl. 1052; übh. hervorragen, ὄμματα ἐκκύπτοντα Ath. X, 455 a; Plut. – Trans., hervorstecken, τὴν κεφαλήν Ael. H. A. 15, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκύπτω: κύπτω ἔξω τινός, κερδὼ παχείας ἐξέκυπτεν αἰγείρου Βαβρ. 50. 13· ἐκκύψασαν ἁλῶναι (πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐγκ-), Ἀριστοφ. Θεσμ. 790: - καθόλου, ἐξέρχομαι, ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 1052· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κοχλίου, ἐξέρχομαι ἔξω, Ἀθήν. 455Ε. ΙΙ. μεταβατ., προσβάλλω, προτείνω, μόνην γὰρ ἐξέκυψε τὴν κεφαλὴν (ὅπερ νῦν διωρθώθη: μόνη γὰρ ἐξέκυψεν ἡ κεφαλή), Αἰλ. π. Ζ. 15. 21.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher pour regarder au dehors ; se laisser entrevoir, se montrer, apparaître;
2 tr. pencher en dehors : τὴν κεφαλήν la tête.
Étymologie: ἐκ, κύπτω.